- νεανισκευομένη
- νεᾱνισκευομένη , νεανισκεύομαιto be in one's youthpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυριώ — ξυριῶ, άω (Μ) επιθυμώ να ξυριστώ, θέλω ξύρισμα, έχω ανάγκη από ξύρισμα («ἡ ἀεὶ ξυριῶσα καὶ νεανισκευομένη παρειά», Νικ.Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρῶ + κατάλ. ιῶ / ιάω (πρβλ. μαθητ ιάω)] … Dictionary of Greek